ντάμκα

ντάμκα
η
τμήμα γης ενός τσιφλικιού που καλλιεργούνταν ομοιόμορφα και από κοινού από τους κολλήγους που ανήκαν οργανικά σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”